- καυχᾶται
- καυχάομαιspeak loudpres subj mp 3rd sgκαυχάομαιspeak loudpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαυρίαμα — το (Α γαυρίαμα) [γαυριώ] 1. εκείνο για το οποίο καυχάται κάποιος, το καύχημα αρχ. έπαρση, αλαζονεία … Dictionary of Greek
ευαλαζόνευτος — εὐαλαζόνευτος, ον (Α) (για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός για τον οποίο είναι συνηθέστερο ή ευχερέστερο να καυχάται κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλαζονεύομαι] … Dictionary of Greek
καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… … Dictionary of Greek
κενεαυχής — και κεναυχής, ές (Α) αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (πρβλ. κεν[ο] *) + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αυχής, πολυ αυχής] … Dictionary of Greek
καύχημα — καύχημα, το και καύκημα, το, ατος εκείνο για το οποίο καυχάται κανένας, δόξα, καμάρι: Η πρόοδος του παιδιού μου είναι το καύχημά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)